ξε(γ)νοιασμένος

ξε(γ)νοιασμένος
ξέ(γ)νοιαστος, η , ο , ξέγνοιος, α, ο
1) беззаботный, беспечный; 2) избавившийся от забот, волнений и т. п.

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξε(γ)νοιασμένος" в других словарях:

  • ξε(γ)νοιάζω — ξέ(γ)νοιασα, ξε(γ)νοιάστηκα, ξε(γ)νοιασμένος 1. παύω να νοιάζομαι, απαλλάσσομαι από έγνοιες, από φροντίδες, αποτελειώνω έργο: Ξέγνοιασα νωρίς σήμερα από τις δουλειές μου. 2. το μέσ., ξε(γ)νοιάζομαι παύω να φροντίζω, αδιαφορώ, μένω ήσυχος:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»